- ευφυολογώ
- (ε) αμετ. острить, шутить
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ευφυολογώ — έω [ευφυολόγος] λέω ευφυολογίες, αστειεύομαι με πνεύμα, χαριτολογώ … Dictionary of Greek
ευφυολογώ — ησα, λέω ευφυολογήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
αστεΐζομαι — (AM ἀστεΐζομαι) [αστείος] γράφω, μιλώ ή συμπεριφέρομαι έξυπνα, πειστικά ή αστεία, ευφυολογώ, χωρατεύω … Dictionary of Greek
ευτραπελεύομαι — εὐτραπελεύομαι (Α) [ευτράπελος] είμαι ευτράπελος, είμαι αστείος, αστεΐζομαι, ευφυολογώ … Dictionary of Greek
ευφυολόγημα — το η ευφυολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευφυολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1827 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
συγχαριεντίζομαι — Μ αστειεύομαι με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χαριεντίζομαι «αστειεύομαι, ευφυολογώ»] … Dictionary of Greek
χαριτολογώ — έω, Ν 1. μιλώ με χάρη 2. λέω έξυπνα αστεία, ευφυολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + λογώ*. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
ευφυολογία — η η πράξη και το αποτέλεσμα του ευφυολογώ, το ευφυολόγημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)